κλάγ(γ)ος

κλάγ(γ)ος
κλάγ(γ)ος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλαγερός — κλαγερός, ά, όν (Α) (για τον γερανό) αυτός που κρώζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλάγ τού κλάζω «κρώζω», πρβλ. αόρ. β ἔ κλαγ ον + κατάλ. ερός (πρβλ. τακ ερός σφαλ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • ποτικλάγω — και ποτικλαίγω και ποτικλάϊγω και ποτικλαΐγω Α (δωρ. τ.) (ως αμτβ.) συνδέομαι, συνάπτομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλᾴγω (< θ. κλᾳγ , με ουρανικό, πρβλ. αόρ. ἔ κλᾳξ α, μέλλ. κλᾳξ ῶ τού κλᾴζω/ κλῄζω, μτγν. τ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”